- γάνω
- γανόωmake brightpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)γανόωmake brightimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… … Dictionary of Greek
γανῶ — γανάω glitter pres imperat mp 2nd sg γανάω glitter pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γανάω glitter pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γανάω glitter pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) γανάω glitter pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
STAGNA — pro Numinibus. Seneca Ep. 41. Magnorum fluminum capita veneramur et Stagna quaedam vel opacitas vel immensa alititudo sacravit. Superstitionis occasione ab Aegyptiis desumptâ; uti docet Octavius apud Min. Felicem, quos Hescesaitas postea imitatos … Hofmann J. Lexicon universale
γάνωσις — γάνωσις, η (AM) [γανώ ( όω)] το γάνωμα χάλκινου σκεύους με κασσίτερο αρχ. η στίλβωση («ἡ γάνωσις τοῡ ἀγάλματος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
γανωτός — ή, ό (Μ γανωτός, ή, όν) [γανώ ( όω)] 1. ο στιλπνός, ο γυαλιστερός 2. (για χάλκινα σκεύη) γανωμένος … Dictionary of Greek
καταγανώ — καταγανῶ όω (Α) καθιστώ κάτι πολύ λαμπερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γανῶ «γυαλίζω, στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
περιγανώ — άω, Α γανώνω, στιλβώνω κάτι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γανῶ «γυαλίζω, στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
προγανώ — όω, Α φαιδρύνω, χαροποιώ κάποιον εκ των προτέρων («προγανοῡν έλπίδι τὴν ἀσθένειαν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γανῶ «φαιδρύνω, γυαλίζω»] … Dictionary of Greek
σφαιρωτήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ δερμάτινο λουρί υποδήματος αρχ. σφαιροειδές κουμπί από χρυσό το οποίο χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση ή ως οικόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. γανω τήρ)] … Dictionary of Greek
υπεργανάει — Α υπεραγάλλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γανῶ, άω «χαίρομαι, λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek